- παρασυρομένης
- παρασῡρομένης , παρασύρωsweep awaypres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… … Dictionary of Greek